Ἑφτὰ μέρες Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη Δεμένες Ὁλόιδιες Σὰ χάντρες κατάμαυρες Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.
Μιά, τέσσερις, πενηνταδυό. Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία Ἕξι μέρες ἀναμονὴ Ἕξι μέρες σκέψη Γιὰ μία μέρα Μόνο γιὰ μία μέρα Μόνο γιὰ μίαν ὥρα Ἀπόγευμα κι ἥλιος.
Μιὰ μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς Ἴσως μόνο μίαν ὥρα Λίγες στιγμὲς Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό
Σήμερα βρέχει ἀπ᾿ τὸ πρωί. Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.
Κική ΔΗΜΟΥΛΑ, «Κυριακή απόγευμα»
Πολλές φορές σε ζήτησα το απόγευμα:
Όταν με βρήκε πίσω απ’ το παράθυρο
να προφητεύω τις συνεχείς σιωπές σου.
Όταν μια βίαιη σκηνή εκτυλίχτηκε
σ’ εμένα ανάμεσα και στο τετελεσμένο.
Όταν προχώρησα στο ιπλανό δωμάτιο
κι αυτό το εκάλεσα «φυγή».
Κι άλλες επίμονες φορές σε φώναξε
μεσ’ από έξι λαϊκά τραγούδια
για πιάνο και για δύσκολο απόγευμα.
Κι ακόμα τρεις θρηνητικές μορφές
όταν τα θέματα σουρούπωναν
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερινά απογεύματα»
κι όλον εσένα Κυριακή
που είναι μπάντα δύσκολη.
Κυριακή, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, ενώ σπανιότερα αναφέρεται ως έβδομη ημέρα της εβδομάδας, με πρώτη τη Δευτέρα.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η μέρα του Κυρίου και εκεί οφείλει την ονομασία της. Η Κυριακή είναι, για τους περισσότερους εργαζόμενους η μέρα της εβδομαδιαίας αργίας, εντούτοις αρκετές κατηγορίες εργαζόμενων εργάζονται και την Κυριακή.
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές— την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με— όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα· όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
__
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης υπήρξε το ένατο παιδί τού μεγαλεμπόρου Πέτρου Καβάφη. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη, και πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1933, της οποίας υπήρξε η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία. Ο Καβάφης υπήρξε στην κυριολεξία μόνο ποιητής και μάλιστα από τους μεγαλύτερους των χρόνων από το Εικοσιένα ίσαμε σήμερα. Eζησε αρκετά χρόνια της παιδικής του ηλικίας στην Αγγλία και την επισκέφτηκε και μεγάλος. Επισκέφτηκε την Πόλη για δυο χρόνια 1882 1884, και το 1885 επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Από τότε έμεινε μόνιμα στην αγαπημένη του πόλη, πραγματοποιώντας μικρά ταξίδια στο Κάιρο, ένα στην Ελλάδα κι ένα για λίγους μήνες στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα το έκανε το 1932, για λόγους υγείας, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του. Ο Καβάφης γνώριζε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, καθώς και αραβικά. Υπηρέτησε 34 χρονιά ως υπάλληλος στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου και έζησε τη ζωή του μόνος, εργένης και ανύπαντρος. Εκτός από δυο χρόνια που φοίτησε στο ελληνικό εκπαιδευτήριο τού Παπαζή στην Αλεξάνδρεια, τα γράμματα τα έμαθε με οικοδιδασκάλους και την πλατύτερη λογοτεχνική, ιστορική και φιλοσοφική του καλλιέργεια την απόχτησε μόνος του. Ήταν κάτοχος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και γνώριζε σε βάθος την ελληνική ιστορία, την ελληνική κλασσική παιδεία και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. O Καβάφης άρχισε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 21 ετών, και εξακολούθησε να γράφει μέχρι το θάνατό του. Τα ποιήματά του, όλα στην ελληνική, δεν τα εξέδωσε ποτές σε βιβλίο. Τα κυκλοφορούσε στην αρχή σε «φέιγ-βολάν», πού μοίραζε στους φίλους του. Από το 1886 άρχισε να τα δημοσιεύει σε περιοδικά επηρεασμένα από τους Αθηναίους ποιητές του καιρού του. Από το 1900 όμως εγκαινίασε τη δική του προσωπική ποίηση, που έφερε έναν καινούριο τόνο στον ελληνικό Παρνασσό, και της οποίας η υποβολή χρειάστηκε μακριά πίστωση χρόνου ώσπου να επιτευχθεί. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός και η αντίδραση, που γνώρισε υπήρξαν πρωτοφανείς. Αν εξαιρέσουμε τον Γρηγόριο Ξενόπουλο κι έναν - δυο ακόμα, οι περισσότεροι σύγχρονοί του λόγιοι δεν μπόρεσαν ν' αντιληφθούν τίποτα από το πρωτόφαντο και το ιδιότυπο της ποίησής του, ούτε την επανάσταση που πραγματοποιούσε στα ποιητικά καθιερωμένα «του ακατάσχετου ρητορισμού, της ομοικατάληκτης φλυαρίας και του κενόλογου στόμφου» όπως γράφει ο Ι.Μ. Παπαφώτης. Ένας αξιόλογος κατά τα άλλα - κριτικός της λογοτεχνίας μας, ο Ηλίας Βουτιερίδης έγραψε: «Πολλοί στίχοι του είναι περισσότερο πεζογραφήματα. Η φαινομενική φιλοσοφία του είναι ρηχή και κοινοτοπίες. Ο θαυμασμός ορισμένων ανθρώπων στην ποίησή του είναι συρμός, που γρήγορα θα περάσει». Κι όμως, ο Καβάφης μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Αρνητική στάση κράτησε στην αρχή κι ο Παλαμάς. Αργότερα όμως αναγνώρισε στο έργο του τον αληθινό ποιητή. Αρνητές του υπήρξαν ακόμα ο φώτος Πολίτης, ο Ταγκόπουλος, ο Π. Βλαστός, ο Γιάννης Ψυχάρης κυρίως για τη μεικτή, καθαρευουσιάνικη γλώσσα του - κι έφτασε σε σημείο να γράψει την παρακάτω φράση για τον Καβάφη «... Κι έτσι έγινε πολύ εύκολα ο Καβάφης ο Καραγκιόζης της Δημοτικής». Πόσο θα λυπόταν ο μεγάλος Δάσκαλος, αν ζούσε σήμερα, για τον άπρεπο αυτό λόγο. Το ίδιο έπαθε και ο Γ. Θεοτοκάς, όταν έγραψε με πάθος στο «Ελεύθερο πνεύμα» του το 1929: «Σε μια συνεδρίαση του Κακουργοδικειου, συχνά σε μια απλή δικογραφία διαζυγίου, υπάρχει... περισσότερη ανθρωπότητα, παρά σ' ολόκληρο το καβαφικό έργο... Το καβαφικό έργο είναι σαν ένα σπυρί που τυράννησε έναν οργανισμό πολύν καιρό και τέλος ανοίγει και χύνει το πύο του». Και παρακάτω: «Προσωπικά, ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ' ενδιαφέρει πολύ περισσότερο απ' ό,τι μ' ενδιαφέρει ο Αλεξανδρινός ποιητής!» Αργότερα ο ίδιος θ' απολογηθεί στην «Πνευματική πορεία του»: «Ήμουν πολύ νέος και νέος σε μια εποχή γενικής ευρωπαϊκής και ελληνικής αισιοδοξίας... Πίστευα με πάθος στον τόπο μου, στη γενιά μου, στο μέλλον μας και λάτρευα τη ζωή... Ξεκινώντας με τέτοιες διαθέσεις, νόμισα ξαφνικά πως είδα τον Καβάφη να με σαρκάζει αμείλικτα, μέσα από τους θολούς ατμούς της κουρασμένης ευαισθησίας του και της πικρής σοφίας του...». Εκείνα πού περισσότερο ξάφνιασαν τους λόγιους στην ποίηση του Καβάφη, ήταν η ιδιότυπη γλώσσα του, το απροσδόκητο της τεχνοτροπίας του, το στιχουργικό παίγνιό του, οι διαυγείς φιλοσοφημένες συλλήψεις του, με δυο λόγια η προσωπική και ανεπανάληπτη ποιητική τέχνη του. «Ετσι, από τον αιφνιδιασμό αυτόν οι μορφωμένοι της εποχής εκείνης - γράφει ο Πέτρος Χάρης - βγήκαν κάτι περισσότερο από ζημιωμένοι: ούτε λίγο, ούτε πολύ, έδειξαν πως δεν ήταν σε θέση να νιώσουν έναν αληθινό ποιητή. Κι ο Καβάφης ήταν ο προσωπικότερος ποιητής μας». Το έργο του Καβάφη δεν επιβάλλεται με τον όγκο του, αλλά με την ποιότητά του. Κάθε ποίημά του είναι και μια ολοκληρωμένη ποιητική μονάδα. Ο ποιητής Καβάφης, χωρίς λυρικά ψιμύθια, χωρίς ποιητικούς ακροβατισμούς και στείρα πολυλογία, περικλείει σε κάθε του ποίημα μιά ολόκληρη σύνθεση, που αποτελεί ορόσημο στην ποίησή μας. Βέβαια είπε πολύ λιγότερα απ'όσα μπορούσε να πει ένας άνθρωπος με τη φιλοσοφική του διάθεση. Μπορεί ο στίχος του να μην μας ενθουσιάζει. Μας κάνει όμως κάτι καλύτερο , μας κάνει να σκεφτούμε. Σ' αυτόν τον τόπο που τον κατάστρεψαν οι ενθουσιασμοί, τα μεγάλα λόγια και οι εύκολες αποφάσεις, ο ποιητής μας παραστέκεται σαν οδηγός και σύμβουλος. «Προετοιμάζει τον άνθρωπο για τις μεγάλες περιπέτειες, για τα φοβερά διλήμματα, για τις κρίσιμες στιγμές, και τον οπλίζει με την καρτερία και την αξιοπρέπεια, που πρέπει να έχει όποιος δεν θέλει να ποδοπατηθεί από τη ζωή». Μερικά από τα ποιήματα του Καβάφη έγιναν σήμερα κτήμα όλων των λαών. θ' αναφέρουμε μερικά: H πόλις, Θερμοπύλες, Κεριά, Τείχη, Oσο μπορείς, Yπέρ της Αχαικής συμπολιτείας πολεμήσαντες, Το πρώτο σκαλί, Κ.ά. Η Πόλις προδικάζει τελεσίδικα τη διαιώνιση της μεγάλης περιπέτειας «σ'όλη τη γη». Οι Τρώες μας δείχνουν πως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε το πεπρωμένο μας (στωικισμός). Οι Θερμοπύλες είναι η φιλοσοφία της ζωής. Ο άνθρωπος πρέπει σε κάθε περίπτωση να κάνει το χρέος του, να μην εγκαταλείπει τον αγώνα. Αλλά, με στοχασμό, και θέληση, να μάχεται όχι για τη νίκη, αλλά για τα ιδανικά του, για ό,τι πιστεύει και για ό,τι νομίζει. Στο δε ποίημά του Ιθάκη μας δίνει το καταστάλαγμα της φιλοσοφίας της ζωής, για όλους τους ανθρώπους της γης. Όταν ωριμάσει πια ο άνθρωπος βλέπει πόσο μάταιοι ήταν όλοι οι κόποι του στη ζωή, και μόνο η πείρα που κέρδισε από τους αγώνες του δικαιώνει την προσπάθειά του: ...Κι αν πτωχική τη βρείς, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες, οι Ιθάκες τι σημαίνουν. Η ποίηση του Καβάφη έχει, από χρόνια τώρα, ξεπεράσει τα Ελληνικά πλαίσια και εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή και αμερικανική. Η ένταξη αυτή υπογραμμίζει την ποιητική του ιδιοφυΐα και τη μεγαλοσύνη του. Ποιητής ανεπανάληπτος, γέμισε με την παρουσία του μια ολόκληρη εποχή. Με το έργο του η ελληνική ποίηση απλώθηκε στον πλατύτερο ευρωπαϊκό χώρο, γιατί πολλά από τα ποιήματά του, είναι ποιήματα κάθε εποχής και κάθε λαού. Κι αυτά του εξασφάλισαν την παγκοσμιότητα.
Επιλεγμένα αποσπάσματα από το τελευταίο του βιβλίο, Γκέμμα.
Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια.
Θα πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω ολόκληρον.Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη αφ’εαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το “ποτέ πια” και όλα σου τα υπάρχοντα μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και χάσκουν.
Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά.Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου, Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό.Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος… Στη σωστή ερωτική ομιλία, το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. … Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας.Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.
Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το Ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το “είναι” και το “μηδέν” του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του. Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης (23 Ιουλίου 1942 - 1998) υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της αγωγής και της Διδακτικής των Ελληνικών μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε σε Λιαντίνης για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας. Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, Τμήμα Φιλολογίας. Από το 1968 μέχρι το 1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα, διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου. Από το 1973 μέχρι το 1975 υπηρέτησε εκ νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε». Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978-79 με εκπαιδευτική άδεια παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοσοφία και συγχρόνως δίδασκε σε εντεταγμένο ελληνικό σχολείο στο Ludwigshafen. Εκτός του Πανεπιστημίου στην Ελλάδα δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στη Μετεκπαίδευση των δασκάλων σε διάφορα ΠΕΚ. Το 1973 παντρεύτηκε τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, τη Διοτίμα. Την 1η Ιουνίου 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε. Η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε την κοινή γνώμη, λόγω ιδιαίτερης προβολής από τα ΜΜΕ. Τον Ιούλιο του 2005 ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολάκακος οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη σε μία σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κείτονταν ο ίδιος. Όπως έγραψε στο τελευταίο γράμμα στην κόρη του, είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή. Μετά την ανεύρεση του σκελετού, έγιναν ιατροδικαστικές εξετάσεις που κατέληξαν με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο νεκρός ήταν ο Λιαντίνης. Όμως άφησαν αναπάντητο το πώς πέθανε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη στις τοξικολογικές εξετάσεις κάποια ουσία που να επιφέρει τον θάνατο. ’γνωστη είναι και η ακριβής ημερομηνία του θανάτου, η οποία ωστόσο δύναται να προσδιοριστεί μεταξύ 1ης και 5ης Ιουνίου 1998. Παρότι η επιθυμία του ίδιου ήταν τα οστά του να μείνουν στον Ταύγετο, τελικά ενταφιάστηκαν στις 20 Αυγούστου 2005 στο νεκροταφείο των Κεχρεών Κορινθίας.
Έγραψε εννέα βιβλία φιλοσοφικού και παιδαγωγικού στοχασμού. Τα βιβλία του είναι τα εξής: * Έξυπνον Ενύπνιον (1977): Ερμηνεύει φιλοσοφικά και σε σχέση με την αρχαία Ελλάδα τις ελεγείες του Ντούινο του Ρίλκε. Το βιβλίο με μικρές διαφοροποιήσεις αποτελεί απόδοση στη δημοτική της διδακτορικής του διατριβής (που ήταν σε καθαρεύουσα) με τον τίτλο "Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στς ελεγείες του Duino του R. M. Rilke". * Χάσμα σεισμού (1977): Ερμηνεύει φιλοσοφικά το έργο του Σολωμού. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1978. * Ίδε ο άνθρωπος (1979) του Νίτσε: Απόδοση στην ελληνική με προλόγισμα (ο Λιαντίνης αναφερόμενος στη μεταφραστική του εργασία χρησιμοποιεί το ρήμα ελλήνισε). * Ο Νηφομανής (1982): Αναλύεται η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη με φιλοσοφικές συντεταγμένες. * Homo educandus (1984): Εγχειρίδιο φιλοσοφίας της αγωγής. * Πολυχρόνιο (1987): Εξετάζει τη φιλοσοφία της στοάς και την επίδρασή της στην πολιτική της Ρώμης. * Διδακτική (1989): Παιδαγωγικό εγχειρίδιο αρχών και μεθόδων της διδακτικής, προορισμένο για τους φοιτητές. * Τα Ελληνικά (1992): Αναφέρεται στη διδακτική των αρχαίων και νέων ελληνικών, κυρίως της λογοτεχνίας (με κριτήρια για την αποτίμηση του ποιητικού έργου), και προορίζεται για εκπαιδευτικούς. Περιέχει ενδεικτικό κατάλογο κειμένων τα οποία πρέπει να κατέχει ο εκπαιδευτικός για προσωπική του κατάρτιση. * Γκέμμα (1997): Περιέχει 16 αυτόνομα κεφάλαια με κυρίαρχα ζητήματα το περί Θεού ερώτημα, τη συνείδηση του "ελληνοέλληνα" και το πρόβλημα του θανάτου στη σύζευξή του με τον έρωτα.
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013
Μίροσλαβ Χόλουμπ
Η ΠΟΡΤΑ
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει ένα δέντρο, ένα δάσος, ένας κήπος, ή μια πόλη μαγική.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει. Μπορεί να δεις κάποια μορφή, ή ένα μάτι, ή την εικόναμιας εικόνας.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.Αν είναι η καταχνιά θα καθαρίσει.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά που θορυβεί κι αν είναι μόνο κούφιος άνεμος κι αν τίποτα δεν είναι έξω εκεί, πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστο θα γίνει κάποιο ρεύμα.
MIROSLAV HOLUB (γενν. Πίλζεν 1923). Τσέχος ποιητής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πράγας. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας και ιστορίας των επιστημών στο ίδιο πανεπιστήμιο. Με την ποίηση άρχισε να ασχολείται συστηματικά μετά το 1955. Στη δεκαετία 1970-80 το τσέχικο κομμουνιστικό καθεστώς απαγόρευσε την κυκλοφορία των έργων του.
Ποιητικά βιβλία του: Ημερήσιο καθήκον (1955), Σημειώσεις ενός πήλινου περιστεριού (1977), Το σύνδρομο του ελλείποντος πνεύμονος (1990).
Κυριακή 16 Ιουνίου 2013
Αν - R. Kipling
Αν μπορείς στην πλάση τούτη να περιφρονείς τα πλούτη κι αν οι έπαινοι των γύρω δεν σου παίρνουν το μυαλό,
αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία, κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,
αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει, στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,
αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά, αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,
αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα, κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,
αν μπορέσεις τ' όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου, κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,
αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη, αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,
αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις, αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,
αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί, αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,
αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.
Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.
Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν, αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν
αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά, αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Παιδί μου τότε… Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου… Θα ’σαι Άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!
Ο Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (30 Δεκεμβρίου1865 - 18 Ιανουαρίου1936) ήταν Βρετανός συγγραφέας και ποιητής. Είναι ιδιαίτερα γνωστός για το Βιβλίο της ζούγκλας (1894), το μυθιστόρημα Κιμ (1901) και το ποίημα"Αν..." (1895). Το 1907, του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ήταν ο πρώτος αγγλόφωνος συγγραφέας που κέρδιζε το βραβείο αυτό και μέχρι σήμερα αποτελεί το νεαρότερο κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013
Οδυσσέας Ελύτης
Μαρία Νεφέλη (απόσπασμα)
Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.
Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός
διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
σβήσου με γενναιοδωρία.
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, το Νοέμβριο του 1911. Ήταν ο έκτος γιος της Μαρίας και του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, γνωστού σαπουνοβιομήχανου από τη Μυτιλήνη, που διατηρούσε πολύ φιλικούς δεσμούς με το Ελευθέριο Βενιζέλο. Στην Αθήνα, η οικογένεια εγκαθίσταται, όταν ο Οδυσσέας ήταν 3 χρονών. Στα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στο σπίτι της οδού Σόλωνος, σημαντικό ρόλο έπαιξαν, η Γερμανίδα γκουβερνάντα του Άννα Κέλερ και ο θάνατος της αδερφής του Μυρσίνης το 1918, όταν ο ποιητής ήταν μόνο 7 χρονών. Ένας θάνατος, που τον συγκλόνισε και ίσως να τον έβαλε σ' έναν αγώνα να τον ξεπεράσει, ώστε στο τέλος να αποδεχθεί το θάνατο και να τον νικήσει. Έτσι κατάφερε να κάνει, οίστρο της ζωής, το φόβο του θανάτου. Σε νεαρή ηλικία ο ποιητής μας στάθηκε τυχερός να έχει σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Ιωάννης Κακριδής και ο Γιώργος Αποστολάκης, ευτύχησε να ταξιδέψει πολύ, να μυηθεί στην αγάπη της φύσης, να προχωρήσει στην ανακάλυψη των νησιών του Αιγαίου και να αφήσει την ψυχή του σ' ένα αδιάκοπο ταξίδι στα γαλανά νερά του Αρχιπελάγους. Στα 13 του χρόνια άρχισε να δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, συνεργασίες του στη "Διάπλαση των Παίδων", ένα περιοδικό που σε μας τα παιδιά θυμίζει τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, την Πηνελόπη Δέλτα και άλλους κορυφαίους των ελληνικών γραμμάτων. Γράφει τα "Πρώτα ποιήματα" το 1934. Τότε γνωρίζει και συνδέεται με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Μια γνωριμία, που θα τον επηρεάσει και που θα εξελιχθεί σε μια βαθιά, ισόβια φιλία. Για πρώτη φορά τότε, δέχεται απρόθυμα να δημοσιεύσει ποιήματά του στα "Νέα Γράμματα", με το ψευδώνυμο που θα τον έκανε παγκόσμια γνωστό: Ελύτης. Στο καφενείο του Λουμίδη, ένα στέκι που εγκαινίασαν το 1938, με την άλλη μεγάλη ποιητική μορφή, το Νίκο Γκάτσο, συναντιέται με σπουδαίους ανθρώπους. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις ήταν δυο απ' αυτούς. Στην εποχή του, στην ποίηση επικρατούσε μια νοοτροπία, που ήταν γνωστή με τον όρο "Καρυωτακισμός", που σήμαινε για τη λογοτεχνία ένα κλίμα πόνου, ενοχής και ίσως απαισιοδοξίας. Κόντρα σ' αυτά, ο Ελύτης αντιτάσσει μια ποίηση χαρούμενη, ευφρόσυνη, με μια τρελή ροή λόγου, γεμάτη ζωντανές εικόνες. Εκπρόσωποι της γενιάς του '30, αυτός και ο Εμπειρίκος, αφομοιώνουν στην ποίησή τους στοιχεία υπερρεαλισμού, σε αντίθεση με τον Σεφέρη - άλλη μια ξεχωριστή μορφή της ίδιας γενιάς - ο οποίος φέρνει στην ελληνική ποίηση, έναν νέο αέρα, επηρεασμένος από τον συμβολισμό. Ως πολίτης, δεν παρέλειψε να δώσει το παρόν στις κρίσιμες στιγμές του έθνους. Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός (΄40-'41). Οι εμπειρίες του απ' το Αλβανικό έπος συγκεντρώνονται σ' ένα έργο, το "'Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας". Στη Γαλλία, το 1950, ξεκινά να γράφει την κορο-νίδα του έργου του, το " 'Αξιον Εστί", που κυκλοφορεί το 1960 και κερδίζει το Πρώτο Κρατικό Βραβείο. Το 1963, ο Σεφέρης παίρνει το βραβείο Νόμπελ και ο Ελύτης, εκδίδει το έργο του " 'Ηλιος ο Πρώτος" και τα επόμενα χρόνια, ηχογραφεί με τον Θεοδωράκη τις "Μικρές Κυκλάδες". Στα 1972 αρνείται - σαν πράξη αντίστασης - το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, που του προσφέρει η χούντα. Εκδίδει "Τα ρω του έρωτα", το 1973 και κυκλοφορεί σε μουσική Λίνου Κόκοτου "Το θαλασσινό τριφύλλι". Το 1979, η Σουηδική Ακαδημία ανήγγειλε, ότι του απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται ο δεύτερος 'Ελληνας, που τιμάται με το ανώτερο βραβείο, στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από την πνευματική παρακαταθήκη που μας άφησε. "Προσανατολισμοί" (1940), "Θάνατος και Ανάσταση του Κων/νου Παλαιολόγου" (1971), "Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας" (1972), "Ο ζωγράφος Θεόφιλος" (1973), "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" (1977), "Μαρία Νεφέλη" (1978), αλλά και ένα τεράστιο έργο στο χώρο της δισκογραφίας. Από τα δοκίμιά του μέχρι τις μεταφράσεις ξένων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων. Μια προσφορά που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1992, το βιβλίο "Εν λευκώ" και το 1995 μια συλλογή δοκιμίων με τίτλο "Ο κήπος με τις αυταπάτες". Μια παρακαταθήκη, για την οποία τιμήθηκε και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Τρίτη 11 Ιουνίου 2013
Άλλεν Γκίνσμπεργκ
Το ουρλιαχτό
Γιά τον Κάρλ Σόλομον
Ι
Είδα τα καλύτερα μυαλά τής
γενιάς μου χαλασμένα απ' την
τρέλα,
λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μέσ' απ' τούς
νέγρικους δρόμους την αυγή γυ-
Ο Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1926 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ και μεγάλωσε στο Πάτερσον. Ο πατέρας του, Λουίς Γκίνσμπεργκ, ήταν δάσκαλος και ποιητής, φέρνοντας από νωρίς τους δύο γιους του σε επαφή με την ποίηση. Η μητέρα του, Ναόμι Λεβί Γκίνσμπεργκ ήταν επίσης δασκάλα και παράλληλα μέλος του κομουνιστικού κόμματος, γεγονός που συνδυάστηκε με συμμετοχή του ίδιου του Γκίνσμπεργκ σε αρκετές πολιτικές συγκεντρώσεις, από νεαρή ηλικία. Το 1932, η Ναόμι Γκίνσμπεργκ εμφάνισε για πρώτη φορά στοιχεία νευρικού κλονισμού και τα επόμενα χρόνια η ψυχική της υγεία παρέμεινε ασταθής συνοδευόμενη από μακροχρόνιες παραμονές της σε ψυχιατρικές κλινικές, με κρίσεις επιληψίας και συμπτώματα παράνοιας. Η προβληματική σχέση του Γκίνσμπεργκ με τη μητέρα του, αποτυπώθηκε χαρακτηριστικά στο ποίημα του Καντίς.
Σε ηλικία περίπου έντεκα ετών, ο Γκίνσμπεργκ επέδειξε πρώιμα δείγματα ευαισθητοποίησής του σε πολιτικά ζητήματα, αποστέλοντας σχετικές επιστολές του στην εφημερίδα New York Times. Στο γυμνάσιο, ήρθε σε επαφή με το έργο του Ουώλτ Ουίτμαν μετά από απαγγελία ποιήματος του από τον καθηγητή, του Frances Durbin, γεγονός που ο ίδιος ο Γκίνσμπεργκ αναφέρει ως μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές των σχολικών του χρόνων.
Το 1943 αποφοίτησε από το γυμνάσιο και άρχισε νομικές σπουδές με υποτροφία στο κολέγιο του πανεπιστημίου Columbia. Εκεί γνώρισε τον Lucien Carr και μέσω αυτού αρκετούς από τους μελλοντικούς συγγραφείς της μπητ γενιάς, όπως τον Τζακ Κέρουακ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Η περίοδος αυτή υπήρξε ταραχώδης για τον Γκίνσμπεργκ, περιλαμβάνοντας μια προσωρινή αποβολή του από το πανεπιστήμιο καθώς και πειραματισμούς του με ψυχοτρόπες ουσίες που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Παράλληλα, φαίνεται πως αποφάσισε οριστικά να αφοσοιωθεί στην ποίηση. Τον Ιούνιο του 1949 συνελήφθη για συμμετοχή σε κλοπές τις οποίες είχαν διαπράξει φίλοι του. Ως ενναλακτική επιλογή απέναντι στην φυλάκισή του, οι πρώην καθηγητές του Mark Van Doren και Lionel Trilling, φρόντισαν να εκτίσει την ποινή του στο ψυχιατρικό ινστιτούτο του πανεπιστημίου, όπου παρέμεινε για συνολικά οκτώ μήνες και στο διάστημα αυτό συνδέθηκε φιλικά με το συγγραφέα Καρλ Σόλομον, ο οποίος ακολουθούσε θεραπεία για την κατάθλιψη.
Τον Οκτώβριο του 1955, ο Γκίνσμπεργκ απήγγειλε δημόσια ένα μέρος του ποιήματός του Ουρλιαχτό στην Six Gallery του Σαν Φρανσίσκο ενώ στην εκδήλωση συμμετείχαν ακόμα οι ποιητές Γκάρι Σνάιντερ και Μάικλ Μακλούρ. Ο εκδότης Λώρενς Φερλινγκέττι, ο οποίος παρευρέθηκε στην εκδήλωση, προσφέρθηκε άμεσα να δημοσιεύσει το έργο του, στον εκδοτικό του οίκο City Lights. Το Ουρλιαχτόδημοσιεύτηκε τελικά το 1956 με μία εισαγωγή του William Carlos Williams. Πολύ σύντομα απαγορεύτηκε ως άσεμνο, αλλά έπειτα από μια σειρά δικών επετράπη τελικά να συνεχιστεί η κυκλοφορία του. Τα επόμενα χρόνια, μαζί με τον ποιητή Πίτερ Ορλόφσκυ, πραγματοποίησε ταξίδια στο Παρίσι, στην Ταγγέρη, στο Μεξικό, στην Ελλάδα, στην Αφρική και στην Ινδία. Η παραμονή του στην Ινδία είχε διάρκεια περίπου δεκαπέντε μήνες και συνδυάστηκε με μία ευρύτερη πνευματική και θρησκευτική αναζήτηση του, που κατέληξε στο να ασπαστεί το βουδισμό. Επέστρεψε στην Αμερική το 1963 συμμετέχοντας στο Συνέδριο Ποίησης του Βανκούβερ μαζί με αρκετούς ακόμα σύγχρονους πειραματικούς ποιητές.
Στην περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ συμμετείχε ενεργά στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενώ σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και 1980 είχε γενικά έντονη πολιτική δράση, με συμμετοχή σε κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, κατά της κατοχής πυρηνικών όπλων ή για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αποτέλεσε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, ιδιότητα με την οποία προσπάθησε να προωθήσει το σύνολο της μπητ λογοτεχνίας, ενώ το 1986 έγινε επίτιμος καθηγητής φιλολογίας στο Brooklyn College. Το 1993 τιμήθηκε επίσης από τον υπουργό πολιτισμού της Γαλλίας Τζακ Λανγκ με το μετάλλιο Τεχνών και Γραμμάτων Chevalier des Arts et des Lettres. Πέθανε το 1997 στη Νέα Υόρκη.